- Κλειτορίων
- Κλειτόριοςfem gen plΚλειτόριοςmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Clítor — Κλείτωρ Clítor Ciudad de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos Idioma g … Wikipedia Español
ωλένια — τὰ, Α [ὠλένη] (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «βραχίονες. Κλειτορίων» … Dictionary of Greek
Κλείτωρ — I Αρχαία πόλη της βόρειας Αρκαδίας. Σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τον Κλείτορα, βασιλιά της Αρκαδίας, ο οποίος την όρισε πρωτεύουσα του βασιλείου του. Οι κάτοικοί της κατόρθωσαν να υποτάξουν σταδιακά όλες τις γειτονικές πόλεις, ενώ από τα … Dictionary of Greek